Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωνασκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωνασκ|ώ <-είς> [fɔnasˈkɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

1. φωνασκώ (φωνάζω):

φωνασκώ
φωνασκώ ζητώντας κάτι

2. φωνασκώ (μιλώ ενοχλητικά):

φωνασκώ

Παραδειγματικές φράσεις με φωνασκώ

φωνασκώ ζητώντας κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский