Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωλιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωλιά [fɔˈʎa] SUBST θηλ

1. φωλιά (πουλιών):

φωλιά
Nest ουδ
ερωτική φωλιά
Liebesnest ουδ

2. φωλιά (υπόγεια):

φωλιά
Bau αρσ

3. φωλιά ΟΙΚΟΛ:

Παραδειγματικές φράσεις με φωλιά

ερωτική φωλιά
Liebesnest ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский