Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ätzend , faxen , fand και falzen

falzen [ˈfaltsən] VERB μεταβ

1. falzen (Papier):

2. falzen (Holz):

ätzend ΕΠΊΘ

2. ätzend οικ (widerlich):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский