Γερμανικά » Γαλλικά

lümmeln ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

Lümmel <-s, -> [ˈlʏməl] ΟΥΣ αρσ

1. Lümmel μειωτ (Flegel):

malotru αρσ

2. Lümmel οικ (Bürschchen):

bonhomme αρσ οικ
coco αρσ οικ
mon bonhomme [ou coco] ! οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
So wird er von einem Gefreiten angebrüllt, wenn er sich in nicht geordneten Kleidern aufs Bett lümmelt und raucht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"lümmeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina