Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: unbar , kranken και krank

krank <kränker, kränkste> [kraŋk] ΕΠΊΘ

3. krank (wirtschaftlich schwach):

ιδιωτισμοί:

du bist wohl krank! ειρων οικ
mais t'es malade ! οικ

kranken [ˈkraŋkən] ΡΉΜΑ αμετάβ

I . unbar ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΕΠΊΘ

II . unbar ΧΡΗΜΑΤΟΠ ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina