Γερμανικά » Γαλλικά

erwachen* ΡΉΜΑ αμετάβ +sein τυπικ

2. erwachen (sich regen) Gefühle, Interesse:

Erwachen <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ τυπικ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με erwachende

das erwachende Selbst

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina