Γερμανικά » Γαλλικά

Verdächtige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

suspect(e) αρσ (θηλ)

II . verdächtig [fɛɐˈdɛçtɪç] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina