Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: schürfen , Schaffell και schürzen

schürzen [ˈʃʏrtsən] ΡΉΜΑ μεταβ

Schaffell ΟΥΣ ουδ

I . schürfen [ˈʃʏrfən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. schürfen (schleifen):

II . schürfen [ˈʃʏrfən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. schürfen ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ:

III . schürfen [ˈʃʏrfən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina