Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lohnend , lohnen και klonen

klonen [kloːnən] ΡΉΜΑ μεταβ ΒΙΟΛ

I . lohnen [ˈloːnən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. lohnen (sehenswert, hörenswert sein):

III . lohnen [ˈloːnən] ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina