Γαλλικά » Γερμανικά

affolé(e) [afɔle] ΕΠΊΘ

II . affoler [afɔle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Le petit monde des arachnophiles s'affole : la bestiole aurait-elle muté après...
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina