Γαλλικά » Γερμανικά

affolé(e) [afɔle] ΕΠΊΘ

2. affolé (qui subit des variations):

Παραδειγματικές φράσεις με affolée

in Panik sein οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina