Γαλλικά » Γερμανικά

ruse [ʀyz] ΟΥΣ θηλ

2. ruse sans πλ (habileté):

Schläue θηλ

ιδιωτισμοί:

Kriegslist θηλ

I . rusé(e) [ʀyze] ΕΠΊΘ

II . rusé(e) [ʀyze] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

rusé(e)
c'est une rusée
petit rusé/petite rusée
Trickser(in) αρσ (θηλ)

ruser [ʀyze] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με rusée

c'est une rusée
Trickser(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Αναζητήστε "rusée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina