Γαλλικά » Γερμανικά

rassuré(e) [ʀasyʀe] ΕΠΊΘ

rassuré(e) personne

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina