Γαλλικά » Γερμανικά

réjouissant(e) [ʀeʒwisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

réjouissant(e)
réjouissant(e) histoire, spectacle
réjouissant(e) histoire, spectacle
c'est réjouissant! ειρων
das kann ja heiter werden! ειρων οικ

Παραδειγματικές φράσεις με réjouissant

c'est réjouissant! ειρων
das kann ja heiter werden! ειρων οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "réjouissant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina