Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: négliger , infliger , affliger και diligent

diligent(e) [diliʒɑ͂, ʒɑ͂t] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό

I . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

II . affliger [afliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

I . négliger [negliʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. négliger (délaisser):

II . négliger [negliʒe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina