Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: feint , feignant , feignasse , digest και feinte

feignant(e)

feignant → fainéant

Βλέπε και: fainéant

I . fainéant(e) [fɛneɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . fainéant(e) [fɛneɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Faulenzer(in) αρσ (θηλ)

feinte [fɛ͂t] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina