Γαλλικά » Γερμανικά

entêteNO <entêtes> [ɑ͂tɛt], en-têteOT <en-têtes> ΟΥΣ αρσ

I . entêté(e) [ɑ͂tete] ΕΠΊΘ

II . entêté(e) [ɑ͂tete] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με entête entête en-tête

une lettre à entête (en-tête) de... (p.ex. du Ministère) αρσ
mit dem Briefkopf des/der ... αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina