Γαλλικά » Γερμανικά

habitué(e) [abitɥe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

I . habituer [abitɥe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . habituer [abitɥe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. habituer:

2. habituer (prendre l'habitude):

sich an etw αιτ gewöhnen
[es] sich δοτ angewöhnen, etw zu tun

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina