Γαλλικά » Γερμανικά

cognée [kɔɲe] ΟΥΣ θηλ

cognée
[Holzfäller]axt θηλ

I . cogner [kɔɲe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. cogner (heurter):

2. cogner πολύ οικ! (frapper):

verdreschen οικ

II . cogner [kɔɲe] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. cogner (heurter):

3. cogner οικ (être très chaud) soleil:

III . cogner [kɔɲe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

sich etw αιτ an etw δοτ stoßen
je m'en cogne (je m'en tape) αυτοπ πολύ οικ! ιδιωτ
darauf pfeif' ich οικ
je m'en cogne (je m'en fous) αυτοπ πολύ οικ! ιδιωτ

Παραδειγματικές φράσεις με cognée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "cognée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina