Γαλλικά » Γερμανικά

I . braquer [bʀake] ΡΉΜΑ μεταβ

3. braquer πολύ οικ! (attaquer):

4. braquer (provoquer l'hostilité):

III . braquer [bʀake] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina