Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: consentir , pissenlit , insensible , consenti και chienlit

pissenlit [pisɑ͂li] ΟΥΣ αρσ

Löwenzahn αρσ
Kuhblume θηλ οικ

ιδιωτισμοί:

I . consentir [kɔ͂sɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ (accepter)

II . consentir [kɔ͂sɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ (accorder)

chienlit [ʃjɑ͂li] ΟΥΣ θηλ

Chaos ουδ

consenti(e) [kɔ͂sɑ͂ti] ΕΠΊΘ

insensible [ɛ͂sɑ͂sibl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina