Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: adoration , adosser , adoptif , adoption και usurpation

II . adosser [adose] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

adoption [adɔpsjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

1. adoption:

Adoption θηλ

adoptif (-ive) [adɔptif, -iv] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina