Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: largesse , vergeoise , ressenti , vergeté , verger , verge , verglaçant , verglacer , vergogne και vergeture

largesse [laʀʒɛs] ΟΥΣ θηλ

2. largesse τυπικ (générosité):

vergeture [vɛʀʒətyʀ] ΟΥΣ θηλ meist Pl ΙΑΤΡ

verglacer [vɛʀglase] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ

verglaçant(e) [vɛʀglasɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

verge [vɛʀʒ] ΟΥΣ θηλ

1. verge ΑΝΑΤ:

2. verge (baguette):

Stock αρσ

ιδιωτισμοί:

verger [vɛʀʒe] ΟΥΣ αρσ

vergeté(e) [vɛʀʒəte] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina