Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: correction , oratorio και correctif

correctif [kɔʀɛktif] ΟΥΣ αρσ

2. correctif (rectificatif):

oratorio [ɔʀatɔʀjo] ΟΥΣ αρσ

correction [kɔʀɛksjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

4. correction συχν πλ (surcharge):

Korrektur θηλ

5. correction (justesse):

Korrektheit θηλ
Richtigkeit θηλ

II . correction [kɔʀɛksjɔ͂]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina