Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: engelure και engluer

engelure [ɑ͂ʒlyʀ] ΟΥΣ θηλ

I . engluer [ɑ͂glye] ΡΉΜΑ μεταβ

1. engluer (enduire de glu):

2. engluer (prendre avec de la glu):

II . engluer [ɑ͂glye] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina