d’élever στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για d’élever στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

3. s'élever (se hausser):

Βλέπε και: coton

2. coton:

cotton wool βρετ
cotton αμερικ
piece of cotton wool βρετ
piece of cotton αμερικ
avoir du coton dans les oreilles κυριολ
avoir du coton dans les oreilles μτφ, οικ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για d’élever στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

d’élever στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d’élever στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για d’élever στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
soar a. μτφ

d’élever Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
La diffusion du savoir s’inscrit dans une mouvance contrant l'obscurantisme ayant la volonté d’élever les savoirs pour tous.
fr.wikipedia.org
Ses parents divorcent, son père rentre à la Réunion et sa mère (agent de service hospitalier) garde seule la charge d’élever les 3 enfants.
fr.wikipedia.org
Enfin, il s’activa aussi comme inventeur, imaginant notamment une machine capable d’élever de l’eau à de grandes hauteurs, mais irréalisable.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski