I.sneak [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΟΥΣ βρετ οικ, μειωτ
II.sneak [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΕΠΊΘ
III.sneak <παρελθ/μετ παρακειμ sneaked οικ snuck> [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sneak (have secretly) οικ:
2. sneak (steal):
- sneak οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.