I.shot2 [βρετ ʃɒt, αμερικ ʃɑt] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
shot → shoot III, IV, V
II.shot2 [βρετ ʃɒt, αμερικ ʃɑt] ΕΠΊΘ
1. shot (streaked):
2. shot οικ (destroyed):
- his confidence is shot
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.