I.rise [βρετ rʌɪz, αμερικ raɪz] ΟΥΣ
5. rise (slope):
- salita θηλ
II.rise <παρελθ rose, μετ παρακειμ risen> [βρετ rʌɪz, αμερικ raɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. rise (become higher):
2. rise (intensify) μτφ:
3. rise person:
- “sveglia!”
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.