I.mouth <pl mouths [maʊðz]> ΟΥΣ [αμερικ maʊθ, βρετ maʊθ]
1.2. mouth U (insolence):
- mouth οικ
- impertinencia θηλ
II.mouth ΡΉΜΑ μεταβ [αμερικ maʊð, βρετ maʊð]
1. mouth (silently):
2. mouth (say):
- mouth μειωτ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.