I.gun [βρετ ɡʌn, αμερικ ɡən] ΟΥΣ
3. gun αμερικ (gunman):
II.gun <μετ ενεστ gunning; απλ παρελθ, μετ παρακειμ gunned> [βρετ ɡʌn, αμερικ ɡən] ΡΉΜΑ μεταβ
III.gun [βρετ ɡʌn, αμερικ ɡən]
- s'accrocher οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.