Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόθεσ|η <-εις> [iˈpɔθɛsi] SUBST θηλ

1. υπόθεση (εικασία):

υπόθεση
Annahme θηλ
υπόθεση
Hypothese θηλ
μηδενική υπόθεση ΣΤΑΤ
Nullhypothese θηλ

2. υπόθεση (δουλειά, θέμα):

υπόθεση
Angelegenheit θηλ
υπόθεση
Sache θηλ
αυτό είναι άλλη υπόθεση
οικογενειακή υπόθεση
κύρια υπόθεση
Hauptsache θηλ

3. υπόθεση ΝΟΜ:

υπόθεση
Sache θηλ
υπόθεση
Fall αρσ
ποινική υπόθεση
Strafsache θηλ
υπόθεση (πλοκή) θηλ ΚΙΝΗΜ
Handlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский