Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επείγει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επείγει [ɛˈpiji] VERB απρόσ ρήμα nur präs

Παραδειγματικές φράσεις με επείγει

η υπόθεση επείγει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский