στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. adultero [aˈdultero] ΕΠΊΘ
I. adulto [aˈdulto] ΕΠΊΘ
1. adulto:
adultera [aˈdultera] ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
I. adulto (-a) [a·ˈdul·to] ΕΠΊΘ
I. adultero (-a) [a·ˈdul·te·ro] ΕΠΊΘ
- adultero (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.