στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
adulterous [βρετ əˈdʌlt(ə)rəs, αμερικ əˈdəlt(ə)rəs] ΕΠΊΘ
- adulterous person
-
- adulterous relationship
-
στο λεξικό PONS
adulterous [ə·ˈdʌl·tɚ·əs] ΕΠΊΘ
- adulterous relationship
- adulterino, -a
-
- adulterous
- adultero (-a)
- adulterous
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.