στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
simbolico <πλ simbolici, simboliche> [simˈbɔliko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- simbolico personaggio, figura
-
- simbolico multa, pena, punizione
-
- simbolico multa, pena, punizione
- token attrib.
- risarcimento simbolico ΝΟΜ
-
- linguaggio simbolico
-
-
- risarcimento αρσ simbolico
-
- simbolico
- nominal fine, penalty
- simbolico
- token army, payment, punishment
- simbolico
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- linguaggio simbolico Η/Υ