στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. oberato [obeˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
oberato → oberare
II. oberato [obeˈrato] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
oberato (-a) [o·be·ˈra:·to] ΕΠΊΘ
1. oberato (di debiti):
- oberato (-a)
-
2. oberato μτφ (sovraccarico):
- oberato (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.