στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ingrosso, all'ingrosso [allinˈɡrɔsso] ΕΠΊΡΡ
1. ingrosso comprare, vendere:
2. ingrosso (all'incirca):
II. ingrosso, all'ingrosso [allinˈɡrɔsso] ΕΠΊΘ αμετάβλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.