στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. incatenato [inkateˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
incatenato → incatenare
II. incatenato [inkateˈnato] ΕΠΊΘ
I. incatenare [inkateˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. incatenare:
2. incatenare (costringere, vincolare):
- incatenare μτφ
-
II. incatenarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.