στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. grafico <πλ grafici, grafiche> [ˈɡrafiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
II. grafico (grafica) <πλ grafici, grafiche> [ˈɡrafiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. grafico <πλ grafici, grafiche> [ˈɡrafiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (diagramma)
-  tracciatore di grafici Η/Υ
 -  
 
 
 στο λεξικό PONS
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.