στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
convulso [konˈvulso] ΕΠΊΘ
1. convulso (brusco):
- convulso pianto, moto
-
- convulso riso
-
3. convulso (scomposto, disordinato):
στο λεξικό PONS
convulso (-a) ΕΠΊΘ
1. convulso ΙΑΤΡ:
- convulso (-a)
-
2. convulso (pianto, riso):
- convulso (-a)
-
3. convulso μτφ (lavoro, attività):
- convulso (-a)
-
4. convulso μτφ (parole, discorso):
- convulso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.