στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
conclusivo [konkluˈzivo] ΕΠΊΘ
- conclusivo fase
-
- conclusivo tocco, colpo
-
- conclusivo considerazione, prova, testimonianza
-
- conclusivo argomento
-
στο λεξικό PONS
conclusivo (-a) [kon·klu·ˈzi:·vo] ΕΠΊΘ (osservazione, frase)
- conclusivo (-a)
-
- positive proof
- conclusivo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.