στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. aggregato [aɡɡreˈɡato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
aggregato → aggregare
II. aggregato [aɡɡreˈɡato] ΕΠΊΘ
1. aggregato (unito, associato):
- aggregato banca, socio
-
2. aggregato ΟΙΚΟΝ:
- aggregato domanda
-
III. aggregato [aɡɡreˈɡato] ΟΥΣ αρσ
IV. aggregato [aɡɡreˈɡato]
I. aggregare [aɡɡreˈɡare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. aggregarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. aggregarsi (formare un tutt'uno):
- aggregarsi particelle:
-
2. aggregarsi (unirsi):
στο λεξικό PONS
-
- aggregato αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.