Oxford Spanish Dictionary
propietario2 (propietaria) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. propietario (de un comercio):
2. propietario (de una casa):
3. propietario (de tierras):
- propietario (propietaria)
-
στο λεξικό PONS
I. propietario (-a) ΕΠΊΘ
- propietario (-a)
-
II. propietario (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
propietario (-a) [pro·pje·ˈta·rjo, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.