Oxford Spanish Dictionary
magnífico (magnífica) ΕΠΊΘ
1. magnífico (excelente, estupendo):
2. magnífico (suntuoso):
- magnífico (magnífica)
-
3. magnífico (en títulos):
- magnífico (magnífica)
- honourable βρετ
στο λεξικό PONS
magnífico (-a) [maɣ·ˈni·fi·ko, -a] ΕΠΊΘ (excelente)
- magnífico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.