Oxford Spanish Dictionary
rector2 (rectora) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (de una universidad)
- rector (rectora)
- rector αμερικ
- rector (rectora)
-
στο λεξικό PONS
I. rector(a) ΕΠΊΘ
- rector(a)
-
- rector(a) (responsable)
-
II. rector(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
- Chancellor βρετ
I. rector(a) [rek·ˈtor, -·ˈto·ra] ΕΠΊΘ
- rector(a)
-
- rector(a) (responsable)
-
II. rector(a) [rek·ˈtor, -·ˈto·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- rector(a) ΣΧΟΛ, ΘΡΗΣΚ
- rector
- rector(a) (universidad)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Chancellor βρετ