Oxford Spanish Dictionary
insuficiente1 ΕΠΊΘ
1. insuficiente medios/cantidad:
2. insuficiente:
insuficiente2 ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. insuficiente ΕΠΊΘ
I. insuficiente [in·su·fi·ˈsjen·te, -ˈθjen·te] ΕΠΊΘ
II. insuficiente [in·su·fi·ˈsjen·te, -ˈθjen·te] ΟΥΣ αρσ ΣΧΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.