Oxford Spanish Dictionary
exasperante ΕΠΊΘ
- exasperante
-
-
- con exasperante regularidad
-
- exasperante
-
- es exasperante
-
- exasperante
- maddening indecision/habit
- exasperante
στο λεξικό PONS
exasperante ΕΠΊΘ
- exasperante
-
-
- exasperante
exasperante [ek·sas·pe·ˈran·te] ΕΠΊΘ
- exasperante
-
-
- exasperante
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.