aburridor (aburridora) ΕΠΊΘ λατινοαμερ
aburridor → aburrido
aburrido1 (aburrida) ΕΠΊΘ
1.1. aburrido [estar] (sin entretenimiento):
1.2. aburrido [estar] (harto):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.