I. κλεί|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈklinɔ] VERB μεταβ
1. κλείνω (πόρτα, βιβλίο, μάτια κτλ):
- κλείνω
-
- κλείνω
-
2. κλείνω (ένα άνοιγμα, φράζω):
- κλείνω
-
3. κλείνω (βάζω μέσα, βίαια):
5. κλείνω (συζήτηση):
- κλείνω
-
6. κλείνω (φως):
- κλείνω
-
7. κλείνω (ράδιο):
- κλείνω
-
8. κλείνω (γκάζι):
- κλείνω
-
9. κλείνω (εφημερίδα):
- κλείνω
-
10. κλείνω (κουρτίνες):
- κλείνω
-
11. κλείνω (δρόμο: για διαδήλωση κτλ):
- κλείνω
-
12. κλείνω (είσοδο):
- κλείνω
-
13. κλείνω (εργοστάσιο):
- κλείνω
-
14. κλείνω (συμβόλαιο):
- κλείνω
-
15. κλείνω (συμφωνία):
18. κλείνω (θέσεις, δωμάτιο σε ξενοδοχείο):
- κλείνω
-
II. κλεί|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈklinɔ] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.